Χαράματα.
Ξυπνάω από βήχα,
τον κατευνάζω με νερό.
Το δωμάτιο δίνει
την αίσθηση του ρημαγμένου.
Στο πάτωμα
βρίσκονται οι αποδείξεις των φοιτητικών μου συνηθειών.
Βλέπω την ώρα, με
πιάνουν ανεξήγητες ταχυπαλμίες καθώς τα μάτια μου βαραίνουν με το πέρασμα των
δευτερολέπτων.
Θυμόμουν ότι
ονειρευόμουν προ λίγο κι η ζεστασιά του παπλώματος δεν μ’άφηνε να θυμηθώ τις
λεπτομέρειες.
Όνειρο.
Βρισκόμουν σε μια
πόλη η οποία μου έδινε σήματα οικειότητας αλλά δεν μου ήταν γνωστή.
Έβλεπα ερείπια από
σπίτια αρχοντικά κι ακριβώς δίπλα τους ήταν χτισμένες μοντέρνες μονοκατοικίες.
Ξάφνου, ήμασταν
μια παρέα ατόμων σ’ένα σπίτι το οποίο είχε παλιές αντίκες.
Ξαπλώναμε ο ένας
πάνω στον άλλον, η παρουσία μας ξεχείλιζε αγάπη και χαρά.
Η κρεβατοκάμαρα
θύμιζε κάνβας του 19ου αιώνα.
Τα σεντόνια ήταν
κάτασπρα αλλά έφερναν μια αίσθηση ξεχασμένου.
Κι εμείς, μέσα
στην ένταση και την ταραχή του είναι μας, ξαπλώσαμε για να ξεκουραστούμε.
Κοιμήθηκαν οι
άλλοι στα πατώματα, στο τέλος του στρώματος - κι εμείς αφεθήκαμε στη γωνιά του
κρεβατιού.
Σιωπή - μα τα
μάτια σου έβγαζαν τόση λύπη και σκεπτικότητα καθώς κοιτούσαν τα πάντα εκτός από
εμένα.
Σε ρώτησα για την
ψυχική σου διάθεση κι εσύ με καθησύχασες λέγοντάς με πως δεν τρέχει τίποτα –
πάλι ανίκανη να αντικρύσεις το βλέμμα σου με το δικό μου.
Κι εγώ δεν
μπορούσα να κρατηθώ.
Σου χάϊδεψα απαλά
τη πλάτη προσπαθώντας να προσφέρω έστω μια μορφή στήριξης - έτσι όπως έμαθα, έτσι
όπως έχω συνηθίσει.
Μου’ταν δύσκολο ν’αναπνεύσω
από τον κόμπο στο λαιμό κι από τη θεά της ομορφιάς σου.
Η συνέχεια είναι
άγνωστη καθώς η μνήμη δεν μου επιτρέπει να θυμηθώ το υπόλοιπο.
Στην υγειά των χαμένων, χαοτικών μας νιάτων.
Online Users
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου