Μ’έχει κυριέψει
μια συνήθεια κάθε βράδυ να βλέπω τον ουρανό και να μιλώ με τ’αστέρια.
Σε κάθε αστέρι
χαρίζω το όνομα ενός κοντινού μου
προσώπου.
Όποιο λάμπει πιο
πολύ συνήθως μου δείχνει το πρόσωπο το οποίο έχει περισσότερη ανάγκη από μια κουβέντα, ένα
χάδι, ένα βλέμμα ή μια αγκαλιά.
Ή μήπως εγώ τα'χω ανάγκη από το συγκεκριμένο πρόσωπο;
Ή μήπως εγώ τα'χω ανάγκη από το συγκεκριμένο πρόσωπο;
Aπόψε παρατηρώ ένα
αστέρι μόνο, συγκεκριμένα στα βορειοανατολικά του νυχτερινού οπτικού πεδίου.
Σιγοφέγγει κιόλας
και δεν μπορώ να αποφασίσω ποιο όνομα να του δώσω.
Παρ’ολα αυτά
αρχίζω να του μιλάω για την μέρα μου - τις εικόνες της φύσης που αντίκρυσα, τα
μάτια των αγνώστων που είδα, το σκυλί στο τρένο που καθόταν στα πόδια του φίλου
του, το χαμόγελο και τη φωνή των παιδιών που έπαιζαν στη πλατεία, τις μυρωδιές
της ζεστής σοκολάτας, τη μουσική που μου έφερε πίσω αναμνήσεις, την άνετη γεμάτη
υπονοούμενα σιωπή με την αδερφή μου.
Και εκεί που
νιώθω πως έχω μόλις αρχίσει την συζήτηση, εμφανίζονται τα πρώτα χρώματα της
αυγής καθώς σβήνουν σταδιακά τα φώτα του δρόμου.
Κάθομαι
κουρασμένη στο γραφείο και δεν κλείνω τα μάτια μου μέχρι που να φύγει το αστέρι
από τα βορειοανατολικά του ουρανού.
Είναι μέρα πλέον
και τα αστέρια δεν πρόκειται να βγούν για πολύ ώρα ακόμη.
Εγώ καίγομαι και
εκπέμπω το φως του Ήλιου, περιμένοντας για κάποιον να κάνει τη πρώτη κίνηση για
μια φορά.
Μα δεν έρχεται κανείς.
Κι έτσι κλείνω τα
μάτια μου, καθώς σβήνω την ελπίδα και την ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας,
ετοιμάζοντας τον εαυτό μου για μια ακόμη βραδινή εξομολόγηση με τα αστέρια του
παρελθόντος μου.
Γιατί να έρθει κανείς;
Online Users
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου