Είμαι αυτή
που’δωσε αντικείμενα που κατά καιρούς πιάνεις στα χέρια αναπολώντας το χάος της
αυτοανακάλυψής σου.
Αυτή
που προκάλεσε αισθήματα τα οποία κατά καιρούς νιώθεις στη τριτοπρόσωπη αφήγηση
και στο βλέμμα των αγνώστων.
Αυτή που μίλησε
με την άφιλτρη ειλικρίνεια που τόσο
εκτιμά.
Κι η ίδια που
έπεσε στα μάτια της με τη συμπεριφορά της μπροστά σε σίγουρες καταστάσεις.
Πονάω, ψυχή μου,
πονάω.
Την ίδια στιγμή
μ’έχει κάνει να μουδιάζω μπροστά στην αλλαγή.
Μου’πε πως
κρύβουν μια ιδιόμορφη μελαγχολία τα μάτια μου.
Έπειτα με ρώτησε
τον λόγο.
Δυσκολεύομαι να
βρω τα λόγια. Όπως και τότε.
Νιώθω μάταιη τη
προσπάθεια να εξηγήσω κάτι το οποίο ούτε εγώ η ίδια δεν καταλαβαίνω πλήρως.
Παρατηρώ τα
χρόνια να περνούν και κοιτώ τα χέρια μου.
Μπορούν να
αγγίξουν, να δημιουργήσουν, να στηρίξουν, να φανερώσουν.
Όμως όταν
βγαίνουν πέραν της φυσιολογικής νοητής τους γραμμής, δεν τους τραβάει πίσω ο
εαυτός μου.
Για αυτό το
φαινόμενο δεν φταίει πάντα το μέσο – συμβάλλει κι ο προορισμός.
Κι εγώ, ευτυχώς,
δεν έχω το δικαίωμα ούτε τη δύναμη να τ’αλλάξω.Online Users
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου