Θυμάσαι όταν κοιταχτήκαμε πρώτη φορά;
Άφησα αυτά που κρατούσα κι αγκαλιαστήκαμε στη ζώνη αφίξεων Σέγκεν.
Μου είπες να βάλω κάτι πάνω μου γιατι έκανε λίγη ψυχρούλα.
Μου πήρες τη βαλίτσα και φύγαμε.
Θυμάσαι όταν σου χάιδεψα πρώτη φορά το χέρι στον προαστιακό;
Το βλέμμα σου ήταν γεμάτο έκπληξη και ζεστασιά.
Μου χαμογέλασες κι ακούγαμε τους τουρίστες να μιλούν για διάφορες περιοχές της Αθήνας.
Μου εξέφρασες λόγια ευγνωμοσύνης για το εικονογραφημένο βιβλίο γενετικής.
Θυμάσαι όταν πηγαίναμε προς τη Ν. Ιωνία και αγχώθηκα μήπως κάνω λάθος με τo GPS;
Γέλασες κι έβαλες CD με τα αγαπημένα μας τραγούδια.
Με άφησες να αφήσω το χέρι μου πάνω στο δικό σου, στις ταχύτητες.
Μου έλεγες να προσέχω για ‘ένα ζαχαροπλαστείο στα δεξιά’ κι είχες παράπονο που δε σε κοίταζα για πολύ.
Θυμάσαι όταν σου κέρασε η γυναίκα στο αρτοποιείο ένα γλυκάκι μικρό κι εμένα μου ετοίμασε χαρτοπετσέτα με πιτάκια;
‘Από ταξίδι έρχεται’ ανακοίνωσες γεμάτη περηφάνεια και “τραγική ειρωνεία”.
Με κοίταξες λες και πρωταγωνιστούσαμε σε κάποια προσπωική μας θεατρική παράσταση.
Μου κουβάλησες τη βαλίτσα και πάλι.
Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε με το ασανσέρ στον 2ο αφού ακούσαμε τα κορίτσια;
Σε φίλησα στο ξεκάρφωτο εντελώς “τσαπατσούλικα”.
Με ρώτησες αν θα’ταν καλύτερα να πατούσες το ‘στοπ’.
Μου θύμισες σκηνές της εφηβείας μου.
Θυμάσαι όταν καθόμασταν στον καναπέ και σου χάιδευα τη πλάτη;
Μιλούσαμε με τα κορίτσια και λέγαμε τα νέα μας.
Με ρωτούσες αν ήθελα να στρίψω από τον καπνό σου.
Μου υπενθύμιζες ότι πεινούσα όταν η συζήτηση ηρεμούσε.
Θυμάσαι όταν ήμασταν στο μπαλκόνι και βλέπαμε τις νεραντζιές της γειτονιάς;
Σχολιάζαμε τα σχέδια της τέντας πλησιάζοντας πιο κοντά.
Μου έδωσες ένα νεύσμα ναζιάρικο μετά το φιλί στο μάγουλο.
Με κοίταξες γεμάτη αγνό υπονοούμενο όταν μας διέκοψαν.
Θυμάσαι όταν φιληθήκαμε στο υπόγειο και προσπαθούσαμε να κάνουμε ησυχία;
Τα χείλη και τα χέρια μας δε χόρταιναν την αφή.
Μου είπες καληνύχτα με τον τρόπο που επέβαλλε η φαντασία της απόστασης.
Μου περιέγραφες μια δυσκολία διαχείρισης του συμπλέκτη στην επιστροφή.
Θυμάσαι όταν άργησα εκείνο το Σαββατόβραδο κι ανησύχησες;
Ακόμη μυρίζω την άσπρη ζακέτα σου και έχω ανάμνηση του βλέμματός σου.
Μου έδειχνες την Ομόνοια και παίζαμε με τα φανάρια και τα κόκκινα ανθρωπάκια.
Μου κρατούσες μούτρα - δύσκολα - κρατώντας μου το χέρι.
Θυμάσαι όταν μου έδειχνες τη πολυκατοικία και το δωμάτιο στα Εξάρχεια;
Έφερνε μια αίσθηση του ‘70, ένα μέρος που ξεχείλιζε ζωή κι επανάσταση.
Μου πρόσφερες ημίγλυκο κρασί αφού μου έκανες λογοτεχνική ξενάγηση της βιβλιοθήκης.
Μου δέχτηκες τη πρόταση για arm wrestling στο γραφείο με χιουμοριστικό πείσμα.
Θυμάσαι όταν πήγαμε σε ένα από τα αγαπημένα σου μπαρ και στη κρεπαρία με τον φίλο σου;
Ένιωθα λες κι ονειρευόμουν καθώς τα λαμπάκια φώτιζαν αμυδρά το περιβάλλον.
Μου περιέγραφες σκηνές από τα φοιτητικά σου χρόνια.
Μου ζωγράφιζες εικόνες για το μέλλον των πολυμερών.
Θυμάσαι όταν επιστρέψαμε στο διαμέρισμα;
Δε ξέρω αν ειχα ψιλομεθύσει περισσότερο από το κρασί ή το άρωμά σου.
Με φιλούσες με τόσο πάθος που μούδιαζα ολόκληρη.
Μου αποκάλυψες την εξιλέωση και τη θυσία καθώς τα σώματά μας συνέχιζαν τις αέναες κινήσεις.
Θυμάσαι όταν ακούγαμε το Dark Side Of The Moon;
Είχε αρχίσει να ξημερώνει κι αναρωτηθήκαμε πότε πέρασε η ώρα.
Μου είχε φανεί σωτήρια η ανακάλυψη του μπλε αναπτήρα.
Μου είχες δώσει ΙΟΝ σοκολάτα για πρωινό όταν ξυπνήσαμε.
Θυμάσαι......
Online Users